- επίκειμαι
- (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι]1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.)2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν.β) «επίκειται πόλεμος, το μοιραίο» κ.λπ.3. φρ. «τὰ ἐπικείμενα τοῑς ὑποκειμένοις» — κανόνας τού δικαίου, κατά τον οποίο ο κύριος εδάφους είναι κύριος και τών κτισμάτων, δένδρων ή άλλων πραγμάτων που βρίσκονται επάνω σ’ αυτό)μσν.τοποθετούμαι μαζί με άλλα, προστίθεμαι κάπουαρχ.1. (για πόρτα) προσαρμόζομαι, κλείνομαι («θύραι δ’ ἐπέκειντο φαειναί», Ομ. Οδ.)2. (για έκταση γης) εκτείνομαι κοντά σε κάτι, απλώνομαι, βρίσκομαι κοντά («καὶ ἐκ τῶν νήσων τῶν ἐπικειμένων τῇ Θράκῃ», Ηρόδ.)3. συνορεύω4. (για ονόματα, όρους) προσδίδομαι, δίνομαι («ἐπίκειται τὸ ὄνομα χριστιανῶν ἀμφοτέροις», Ιωάνν. Χρυσ.)5. πιέζω, στενοχωρώ («Κλέων μ’ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», Αριστοφ.)6. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου7. παρακινώ για κάτι, προτρέπω8. (σε παθ. σύνταξη, με αιτ.) έχω κάτι επάνω μου, φορώ («κἀπικείμενον κάρα κυνέας θερίζων», Ευρ.)9. μτφ. είμαι εκτεθειμένος σε κάτι («οἱ κίνδυνοι ἐπικείμενοι», Aππ.).
Dictionary of Greek. 2013.